Ώρες γραφείου Δευτέρα-Παρασκευή 09:00-17:00

6974314738    2104810505    info@kzlaw.gr

Μή εμπρόθεσμη καταβολή ασφαλίστρων ως λόγος καταγγελίας ασφαλιστικής σύμβασης – η  μετά την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξακολούθηση καταβολής των ασφαλίστρων ως προϋπόθεση αποδοχής του αναγνωριστικού αιτήματος συνέχισης ισχύος του συμβολαίου – Επί συστημένης επιστολής μέσω των ΕΛΤΑ, δεν αρκεί η εγχείρηση από τον ταχυδρόμο της γραπτής ειδοποίησης στον παραλήπτη ή η ρίψη του ειδοποιητηρίου ή  της επιστολής στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη, αλλά απαιτείται και η παραλαβή της συστημένης επιστολής, αυτοπροσώπως, από τον παραλήπτη (χέρι με χέρι), οπότε εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης εκ μέρους του του περιεχομένου της.

ΠΠρΑθ 967/2018

[Τμήμα Εμπορικού Δικαίου]

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

            Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μαρία Κατέχη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Κατσά, Πρωτοδίκη και Παναγιώτα Σπανού, Πρωτοδίκη- Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Σταυρούλα Γαλάνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 15-3-2017   για να δικάσει την ακόλουθη διαφορα:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ΝΚ………………..του…………κατοίκου ………Αττικής ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Κωνσταντίας Ζαρκαδούλα το υ Δημητρίου, κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Μακρυγιάννη αρ. 101.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της ανώνυμης ελληνικής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….»που εδρεύει στην Αττική……………………………η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αναστασίας – Σοφίας Βαρβαρήγου του Σωτηρίου, κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ αρ. 49.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-10-2015 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3577/2015 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 97998/2015 αγωγή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίυο, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, πο υ αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά την συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν του ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 6 του Ν.2496/1997, από τις διατάξεις του οποίου διέπονται και οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του (16.5.1997) ασφαλιστικές συμβάσεις, κατ΄ άρθρο 33 παρ. 4 αυτού και πριν την αντικατάσταση της παρ. του ως άνω άρθρου από την 1η Ιανουαρίου 2016, με το ‘α ρθρο 278 παρ. 8 Ν.4364/2016 (ΦΕΚ Α 13/5.2.2016): «Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλει τα ασφάλιστρα σε μετρητά, είτε εφάπαξ είτε με τμηματικές καταβολές….(παρ. 1). Η  καθυστέρηση καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα  στον ασφαλιστή να καταγγείλει την σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στον λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται, ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, την λύση της σύμβασης (παρ.2)». Από τη δεύτερη παράγραφο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι εισάγεται διπλή υποχρέωση στον ασφαλιστή: Η καταγγελία της σύμβασης πρέπει να γίνει εγγράφως  προς τον λήπτη της ασφάλισης, αλλά, για να επέλθουν τα εκ του νόμου αποτελέσματα αυτής, πρέπει στο κείμενο να αναφέρονται οι συνέπειες της καθυστέρησης καταβολής ασφαλίστρου.  Για τη λύση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης δεν αρκεί μόνο η δήλωση του ασφαλιστή περί ακυρώσεως ή «ελευθεροποίησης» της σύμβασης λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων, η οποία κοινοποιείται στον ασφαλισμένο, αλλά απαιτείται δήλωση περί καταγγελίας με την επισήμανση ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά παρέλευση ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Αν δεν γίνει η προσήκουσα γνωστοποίηση, δεν υφίσταται η καταγγελία, τυχόν δε αντίθετη συμφωνία ότι με μόνο την υπερημερία του ασφαλισμένου ως προς την καταβολή των ασφαλίστρων επέρχεται αυτοδικαίως λύση της σύμβασης είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997, η οποία ορίζει: ¨Κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται, κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών» (Ολ. ΑΠ 14/2013,ΑΠ. 1488/2008, ΑΠ. 1519/2006, Α.Π. 964/2003, άρθρο 6 της Εισηγητής έκθεσης του ν. 2496/1997). Κατά το άρθρο δε 33 του ν. δ. 400/1970:  «Η τυχόν καθυστέρηση τμηματικής καταβολής πέρα από τον οριζόμενο στο ασφαλιστήριο χρόνο καθιστά το ασφαλιστήριο άκυρο. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα μόνο αφού προηγουμένως ειδοποιήσει αποδεδειγμένα τον ασφαλισμένο με επιστολή, πριν από τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες, χωρίς να επιτρέπεται αντίθετη συμφωνία στο σημείο αυτό» η διάταξη, όμως αυτή καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 33 του ν.2496/1997 (ΑΠ 1276/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης είναι μονομερής και ληψιδεής δήλωση της βούλησης του συμβαλλομένου μέρους, η δε δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα όχι απλώς από την αποτύπωση της στον εξωτερικό κόσμο, ούτε από τη γνώση του περιεχομένου της εκ μέρους του παραλήπτη προς τον οποίο απευθύνεται, αλλά από την παραλαβή της. Για να παραγάγει τα αποτελέσματά της, είναι αναγκαία περιέλευσή της στο νόμιμο παραλήπτη, απαιτείται δε να περιέχεται σε έγγραφο και μάλιστα συστημένο, ή επί αποδείξει. Επί συστημένης επιστολής μέσω των ΕΛΤΑ, εξάλλου, δεν αρκεί η εγχείρηση από τον ταχυδρόμο της γραπτής ειδοποίησης στον παραλήπτη ή η ρίψη του ειδοποιητηρίου ή  της επιστολής στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη, αλλά απαιτείται και η παραλαβή της συστημένης επιστολής, αυτοπροσώπως, από τον παραλήπτη (χέρι με χέρι), οπότε εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης εκ μέρους του του περιεχομένου της. Συνακόλουθα, δεν εξομοιώνεται με παράδοση της συστημένης επιστολής στον παραλήπτη η αποστολή της από τον αποστολέα και η επιστροφή της σε αυτόν από το Ταχυδρομείο με την ένδειξη «αζήτητο» ή «ανεπίδοτο»(βλ. ΑΠ 510/2009, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σχετικά με τα χρηστά ήθη, αυτά αποτελούν αόριστη νομική έννοια, κριτήριο προσδιορισμού της οποίας σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, συνιστούν οι ιδέες «του εκάστοτε χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου» (βλ. ΟλΑΠ 2/1991, ΕλλΔνη 32/1991, 746- ΑΠ 1137/2005, Χρ/Δ 2006, 40 ΑΠ 826/1989, ΕλλΔνη 31/1990, και ΑΠ 211/1980. ΝοΒ 28/1980, 1483). Υπο το πρίσμα αυτό δεν ενδιαφέρουν ως προς την κατάφαση της αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη οι αντιλήψεις του δικαστή, αλλά η σχετική κρίση θα πρέπει να εξάγεται και να θεμελιώνεται με κριτήρια αντικειμενικά ενόψει των ειδικών συνθηκών που περιβάλλουν τη δικαιοπραξία και των αντιλήψεων περί κοινωνικής ηθικής οι οποίες κρατούν σε ορισμένο τόπο, χρόνο και κύκλο συναλλασσόμενων (βλ. σχετικά Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3¨ έκδοση, Αθήνα- Κομοτηνή 2002, σελ. 468, παραγ. 2 και Καράση , σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο ΑΚ- Τόμος Ι: Γενικές Αρχές αστικού Δικαίου Αθήνα 1979 (ανατύπωση Αθήνα 1997),  αρ. 178, σελ. 273-274, παρ. 1-2]. Κατά προσέγγιση που τείνει να γίνει κρατούσα στη θεωρία, όμως, το κριτήριο  του «χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου συναλλακτικού ανθρώπου» είναι αρκετά σαφές, και δεν διευκολύνει στην εξειδίκευση της κρίσιμης έννοιας των χρηστών ηθών σύμφωνα με τις ανάγκες που υπαγορεύουν οι σύγχρονες συναλλακτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Ετσι, προτείνεται προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση η χρήση των θεμελιωδών αρχών και αξιολογήσεων που διέπουν το θετικό δίκαιο και απορρέουν  κατά κύριο λόγο από τη συνταγματική έννομη τάξη (κρίσιμος χρόνος δε για τη συγκεκριμενοποίηση της γενικής ρήτρας των χρηστών ηθών θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίον η ελεγχόμενη δικαιοπραξία αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματα της ή ο χρόνος συζήτησης της υπόθεσης στο δικαστήριο, βλ. σχετικά βλ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ό.π. σελ. 469, παραγ. 2 και 3.). Πρέπει, επιπρόσθετα, να παρατηρηθεί ότι τα χρηστά ήθη εξειδικεύονται ακριβώς το ίδιο με το ως άνω αναπτυσσόμενο περιεχόμενο και ως αξιολογικό κριτήριο της θεμελιώδους γενικής ρήτρας του αρ. 281 ΑΚ, η οποία διάταξη συμπλέκεται με αυτήν της ΑΚ 178 κατά την εφαρμογή της τελευταίας (βλ. Καράση. σε Γεωργιάδη /Σταθοπουλο, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο ΑΚ -Τόμος |: Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ό.π. αρ. 281, σελ. 491, παρ. 18-22 και ιδίως την παρ. 20). Εξάλλου, εκφάνσεις της ΑΚ συνιστούν η απαγόρευση αντιφατικής συμπεριφοράς (ή    venire contra factum proprium)  και η αρχή της αναλογικότητας. Πιο επισταμένα, αξιολογικά κριτήρια που συνθέτουν την πρώτη υπό της προαναφερθείσες εκφράσεις είναι: α) η ύπαρξη  ενέργειας του δικαιούχου προς ενάσκηση δικαιώματος δηλωτικής της βούλησης του, β) η δημιουργία αντίστοιχης πεποίθησης του υπόχρεου, γ) η συνδρομή διαθέσεων εμπιστοσύνης του τελευταίου και δ) η πρόκληση επαχθών συνεπειών από την ανατροπή της εμπιστοσύνης, η δε αρχή της αναλογικότητας ως αξιολογικό κριτήριο της κατάχρησης, ιδίως στο πεδίο άσκησης των διαπλαστικών δικαιωμάτων (όπως είναι η καταγγελία σύμβασης) που συνιστούν μορφή κυριαρχικής μονομερούς επέμβασης στη σφαίρα εξουσίας του αντισυμβαλλομένου, εξειδικεύεται κυρίως υπό το πρίσμα της αρχής της καταλληλόλητας, η οποία υπαγορεύει την επιλογή μέτρων και όχι ιδιαιτέρως, επαχθών για την εκπλήρωση των επί μέρους όρων της σύμβασης (ΠολΠρωτΑθ 2254/2010 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι την 31-12-1989 συνήψε με την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «METROLIFE ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ Α.Ε.», εν συνεχεία μετονομασθείσα σε «METROLIFE ΕΜΠΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ¨, σύμβαση ασφάλισης ζωής και συνταξιοδότησης, με έναρξη ισχύος την 31-12-1989 και λήξη την 31-12-2021, σε απόδειξη των όρων και συμφωνιών της οποίας εξεδόθη από την τελευταία το υπ’ αριθμ. 213054 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπως αυτό τροποποιήθηκε με βάση τις αναφερόμενες στην αγωγή πρόσθετες πράξεις. Ότι την αρχικά συμβαλλόμενη διαδέχτηκε η εναγομένη, κατόπιν εξαγοράς, από τον Ιούλιο του έτους 2007. Ότι σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που περιέχονται στην εν λόγω σύμβαση ο ενάγων θα λάμβανε μετά από ορισμένο χρονικό σημείο ποσό μηνιαίας σύνταξης, το οποίο κατά το έτος 1997 οριζόταν σε 30. 579 δρχ. καθώς και ότι  μετά την λήξη της  ένδικης σύμβασης δικαιούτο να λάβει εφάπαξ το ποσό των 65.000 ευρώ. Ότι όλες τις εξαμηνιαίες δόσεις ασφαλίστρων κατά τη  διάρκεια των 26 ετών ισχύος της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης ο ενάγων κατέβαλε πάντοτε εμπρόθεσμα, ύστερα από τηλεφωνική ειδοποίηση της εναγομένης. Ότι στις 28-2-2014 πήρε την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με υπάλληλο της εναγόμενης, προκειμένου να ενημερωθεί για το ποσό  των ασφαλίστρων, που έπρεπε να καταβάλει κατά το χρόνο εκείνο και ότι κατόπιν σχετικής συνεννόησης κατέθεσε στις 10-3-2015 σε τραπεζικό λογαριασμό της τελευταίας  το ποσό των 1.362, 60 ευρώ. Ότι στην συνέχεια επικοινώνησε με την ασφαλιστική σύμβολου, η οποία είχε μεσολαβήσει για την ΄σύναψη της επίδικης σύμβασης και η οποία ενημέρωσε ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο  είχε ακυρωθεί λόγω εκπρόθεσμης καταβολής των οφειλόμενων ασφαλίστρων. Ότι κατόπιν προτροπής της ανωτέρω ασφαλιστικής συμβούλου, ο ενάγων υπέβαλε αίτηση επαναφοράς του επίδικου συμβολαίου και ότι ακολούθησε έγγραφη απάντηση της εναγόμενης, με την οποία του δήλωνε πως το επίδικο ασφαλιστήριο είχε ελευθεροποιηθεί στις 16-2-2015, αφού προηγουμένως και δη στις 7-1-2015 είχε σταλεί σε αυτόν σχετική προειδοποιητική επιστολή, καθώς και ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επαναφοράς αυτού. Ότι στην συνέχεια κατόπιν έγγραφης εξώδικης διαμαρτυρίας του, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία απέστειλε στον ενάγοντα επιστολή, με την οποία επαναλάβανε την αρχική της θέση, επισημαίνοντας ότι το ένδικο συμβόλαιο είχε ακυρωθεί και γνωστοποιώντας του παράλληλα ότι κατά την ημερομηνία της αρχικώς ορισθείσας λήξης αυτού ο ίδιος θα είχε το δικαίωμα  λήψης του αναφερόμενου στην αγωγή ποσού, άλλως του έδινε τη δυνατότητα να προβεί σε εξαγορά του εν λόγω συμβολαίου. Εκθέτοντας, περαιτέρω, ότι ουδέποτε παρέλαβε αυτοπροσώπως  τη συστημένη επιστολή ούτε με κάποιο άλλο τρόπο έλαβε γνώση της επικείμενης ακύρωσης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση η καταγγελία της ένδικης σύμβασης, που μεθόδευσε η  εναγόμενη με την συμπεριφορά της είναι άκυρη ως καταχρηστική και αντίθετη στα χρηστά ήθη, ζητεί να αναγνωριστεί ότι ουδέποτε έλαβε χώρα καταγγελία του υπ’ αριθμ. 213054/31-12-1989 ασφαλιστηρίου συμβολαίου με όλες τις πρόσθετε πράξεις του, άλλως ότι η εναγόμενη καταχρηστικά κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση με τις πρόσθετες πράξεις αυτής, καθώς και να αναγνωριστεί ότι το εν λόγω ασφαλιστήριο με τις πρόσθετες πράξεις αυτού είναι ακόμη σε ισχύ. Επικουρικώς δε ζητεί, σε περίπτωση που κριθεί ότι το υπ’αριθ. 213054/31-12-1989 ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχει ακυρωθεί, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να μου καταβάλλει το ποσό των 65.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη από την προεπεριγραφείσα παράνομη συμπεριφορά της τελευταίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ζητεί επίσης να απειληθεί σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενής ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους,  αν κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη.

Με το συγκεκριμένο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθμό 125412794957 05115 0058 παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών), παραδεκτά εισάγεται στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο παρόν Δικαστήριο, αφορώσα κατά το κύριο αίτημά της διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα (αρ. 8,9,10, 18 παρ. 1 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την  προσήκουσα τακτική διαδικασία, είναι δε ορισμένη αφού διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα κατά το αρ. 216 ΚΠολΔ στοιχεία, και νόμω βάσιμη κατά το κύριο και το πρώτο επικουρικό αίτημα της, κατά το μέρος, που τα εν λόγω αιτήματα αφορούν στην ανυπαρξία και την ακυρότητα αντίστοιχα της ένδικης καταγγελίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 167, 174, 178, 281, 287, 288, 361 ΑΚ 6 του Ν. 2496/1997 για τις συμβάσεις ασφάλισης, ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της παρ. 2 αυτού από την 1η Ιανουαρίου 2016, με το άρθρο 278 παρ. 8 Ν. 4364/2016, ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής (6-11-2015), 70 και 176 ΚΠολΔ, εκτός από το συμπληρωματικό αγωγικό αίτημα, με το οποίο ζητείται να αναγνωρισθεί ότι ουδέποτε έλαβε χώρα καταγγελία των πρόσθετων πράξεων του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, άλλως οτι η καταγγελία αυτών είναι άκυρη ως καταχρηστική,  το οποίο θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος καθόσον δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή ότι η εναγομένη η αμφισβήτησε ειδικότερα το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης ασφάλισης, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τις προαναφερόμενες πρόσθετες πράξεις αυτής. Απορριπτέο, επίσης κρίνεται το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της ισχύος του ένδικου ασφαλιστηρίου, καθώς αυτή (η ισχύς) τελεί πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων εξακολουθεί να καταβάλει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα. Περαιτέρω, νόμω αβάσιμο και συνακόλουθα απορριπτέο κρίνεται και το επικουρικό αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης ποσού 65.000 €, σε περίπτωση που κριθεί ως έγκυρη η καταγγελία της ένδικη σύμβασης, καθότι υπό αυτή την προϋπόθεση το εν λόγω αίτημα στερείται νόμιμου ερείσματος. Και τούτο διότι για να συντρέχει περίπτωση ύπαρξης  ειδικής βλάβης του ενάγοντος θα πρέπει να έχει προηγουμένως διαγνωστεί η περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική  συμπεριφορά της εναγόμενης και δη ότι ακύρως λόγω καταχρηστικότητος, έλαβε χώρα η καταγγελία της ένδικης σύμβασης και όχι το αντίθετο. Μετά δε την απόρριψή του ως άνω επικουρικού αιτήματος, ομοίως απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο τυγχάνει και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθεισόμενης αναγνωριστικής απόφασης προσωρινά εκτελεστής, διότι η προσωρινή εκτέλεση προϋποθέτει καταχρηστική απόφαση, δηλαδή απόφαση που περιέχει διάταξη για καταδίκη, ενώ το κρινόμενο κύριο αγωγικό αίτημα έχει χαρακτήρα αναγνωριστικό (βλ. Εφ Αθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986,706 ΕφΠειρ 1903/1979, ΠειρΝ 1, 626, ΕφΑθ 2273/1973, Αρμ. 29, 675, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομιας, Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμο Ε άρθρο 907, σελ. 153, παρ.6 με περιατέρω παραπομπές στη θεωρία και Κεραμέα/Κονδύλη/Νικα (-Νικολόπουλο), ΚΠολΔΙΙ 2000, αρθρ. 907, αριθ. 3].  Επίσης, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα του ενάγοντος αν απειληθεί κατά του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της παρούσης, μετά την απόρριψη του καταψηφιστικού  αιτήματος της αγωγής, διότι λόγω του αναγνωριστικού κύριου αιτήματος αυτής, η παρούσα απόφαση δεν εξοπλίζεται με εκτελεστότητα αλλά η ενέργεια αυτής εξαντλείται, στο δε δικασμένο που αυτή παρέχει, και δε νοείται διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης βάση αυτής (άρθρο 904 ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση το εν λογω παρεπόμενο αίτημα τυγχάνει απορριπτέο λόγω αοριστίας, καθώς από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2 α 118, 216 παρ. 1 και 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν ζητείται η καταδίκη του εκπροσώπου του νομικού προσώπου σε προσωπική κράτηση, αν δεν εκπληρωθούν οι κατά το άρθρο 946 ΚΠολΔ υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, πρέπει η αγωγή να στρέφεται και κατά του εκπροσώπου ονομαστικά, αλλιώς, η αγωγή είναι αόριστη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα ως απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 23/2004 ΕλλΔνη 45.750, ΑΠ 1618/1998 ΕλλΔνη 42.115, ΑΠ 127/1987 ΝοΒ 35.1402, Εφ Αθ 81/2010 ΕφΑΔ 2011.953), εν προκειμένω δε, ο ενάγων δε στρέφεται ονομαστικώς κατά του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας. Συνεπώς, η ένδικη αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμω βάσιμη πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Απο την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσια συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας πο υ λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚολΔ ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 31-12-1989, ο ενάγων συνήψε με την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………………………Α.Ε.», η οποία στην συνέχεια μετονομάσθηκε σε “……………………ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ», και ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2007 συγχωνεύθηκε με εξαγορά από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, η οποία υποκατέστησε αυτοδίκαια την αρχική ασφαλίστρια σε όλα  τα δικαιώματα και υποχρεώσεις μτ την με αριθμοί 213054 μικτή σύμβαση ασφάλισης ζωής διάρκειας 32 ετών, με έναρξη ισχύος την 31-12-1989 και λήξη την 31-12-2021, έναντι καταβολής ασφαλίστρου, με κάλυψη ευρείας νοσοκομειακής περίθαλψης, καθώς και ασφάλεια για την περίπτωση θανάτου ή διαρκούς ανικανότητας αυτού. Εν συνεχεία ακολούθησαν τροποποιήσεις του εν λόγω ασφαλιστηρίου, προκειμένου η επίδικη σύμβαση να μετατραπεί σε ασφάλιση συνταξιοδότησης, αναιρουμένης της νοσοκομειακής κάλυψης, ώστε ο ενάγων να δικαιούται κατά την ορισθείσα λήξη της σύμβασης είτε να ξεκινήσει να λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτή (τη σύμβαση) μηναία σύνταξη εφ’ ορού ζωής είτε να λαμβάνει εφάπαξ το ποσό, που τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν ορίσει, ενώ δικαιούχοι για την περίπτωση του θανάτου του ορίστηκαν τα τέκνα του, ‘’……’’ και ‘’…..’’ καθώς και η σύζυγός του ‘’…..’’ Ακόμη συμφωνήθηκε ότι τα οφειλόμενα ασφάλιστρα θα καταβάλλονται ετησίως σε δύο ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, καθώς και ότι το ύψος αυτών θα αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο κατά ποσοστό 15%. Κατά τη διάρκεια των 26 ετών ισχύος της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης και μέχρι το καλοκαίρι το υ έτους 2014, ο ενάγων κατέβαλε ανελλιπώς τις δόσεις των ασφαλίστρων που είχαν συμφωνηθεί, πάντοτε κατόπιν προηγουμένης επικοινωνίας του με την ασφαλιστική σύμβουλο, η οποία  και στην αρχή κάθε έτους τον ενημέρωνε για το ακριβές ύψος του οφειλόμενου ποσού. Εντούτοις, αμέλησε να καταβάλει εμπρόθεσμα την ΄δόση του μηνός Δεκεμβρίου 2014, η οποία ανήρχετο σε 1.362, 60 ευρώ και ήταν καταβλητέα μέχρι την  31-12-2014. Για τον λόγο αυτό τον Φεβρουάριο του έτους 2015 ήρθε σε τηλεφωνική επαφή με την αρμόδια υπάλληλο της εναγομένης, η οποία και του γνωστοποίησε το ακριβές ποσό των οφειλόμενων κατά το  χρόνο εκείνο ασφαλίστρων κι έτσι στις 10-3-2015 κατέθεσε με μια μικρή καθυστέρηση σε τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 1.362, 60 ευρώ. Ωστόσο,  η τελευταία είχε ήδη αποστείλει στον ενάγοντα την από 7-1-2015 συστημένη επιστολή΄, με την οποία του υπενθύμιζε ότι εκκρεμεί οφειλόμενη δόση του ασφαλίστρου και παράλληλα γνωστοποιούσε, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 Ν 2496/1997, ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής της παραπάνω οφειλής θα επιφέρει τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης, μετά την πάροδο ενός μήνα από την ημέρα της ειδοποίησή του. Έτσι, αμέσως μετα την ανωτέρω καταβολή, ο ενάγων πληροφορήθηκε από την ασφαλιστική σύμβουλο, με την οποία συνεργάζονταν, ότι η επίδικη σύμβαση είχε λυθεί με καταγγελία από την εναγομένη, λόγω μη πληρωμής της οφειλόμενης δόσης ασφαλίστρων, καθώς και ότι του είχε σταλεί σχετικά η περί καταγγελίας δήλωση με συστημένη επιστολή. Στη συνέχεια, επικοινώνησε με τους υπευθύνους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας και στις 7-4-2015 υπέβαλε αίτηση επαναφοράς του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, λαμβάνοντας όμως αρνητική απάντηση. Ειδικότερα, η εναγόμενη απέστειλε στην ως άνω ασφαλιστική σύμβουλο έγγραφο, με το οποίο την ενημέρωνε ότι είχε ήδη προειδοποιήσει εγγράφως τον ενάγοντα στις 7-1-2015 για τα οφειλόμενα, κατά τα ανωτέρω, ασφάλιστρα και ότι λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής αυτών το εν λόγω συμβόλαιο «ελευθεροποιήθηκε» στις 16-2-2015, μη δυνάμενής επαναφοράς της ισχύος του. Όμως ο ενάγων δεν αποδέχτηκε την λύση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου διαμαρτυρόμενος προς την εναγομένης με την από 22-6-2015 εξώδικη δήλωσή του για την ακυρότητα αυτής (της λύσης) επικαλούμενος ότι ουδέποτε ο ίδιος έλαβε γνώση της ανωτέρω συστημένης επιστολής, καλώντας την παράλληλα να θεωρήσει ως μηδέποτε λυθείσα την ένδικη σύμβασης ασφάλισης. Η εναγόμενη με την από 10-7-2015 εξώδικη απάντησή της δήλωσε στον ενάγοντα ότι το ένδικο συμβόλαιο είχε ήδη ακυρωθεί μονομερώς από τις 16-2-2015, ότι είχε καταστεί ελεύθερο πληρωμής ασφαλίστρων, καθώς και ότι κατά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία λήξης του, ήτοι στις 31-12-2021 ο ενάγων θα είχε το δικαίωμα λήψης είτε εφάπαξ ποσού 23. 152, 27 ευρώ, είτε ισόβιας μηνιαίας σύνταξής ύψους 187, 73 ευρώ, Ακόμη, του γνωστοποίησε ότι σε κάθε περίπτωση διατηρούσε δικαίωμα εξαγοράς το υ εν λόγω συμβολαίου έναντι του ποσού των 15. 764, 15 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι πράγματι  η εναγόμενη απέστειλε την από 7-1-2015 συστημένη επιστολή στην οικία του ενάγοντα μέσω των ΕΛΤΑ, η οποία, όμως για άγνωστο λόγο, ουδέποτε παρεδόθη στον ίδιο, ούτε σε κάποιο άλλο πρόσωπο από το οικογενειακό το υ περιβάλλον, όπως προέκυψε ευκρινώς από την κατάθεση της επ’ ακροατηρίω εξετασθείσας μάρτυρος απόδειξης, ‘’…….’’ συζύγου του ενάγοντος. Κι επομένως, αυτός ουδέποτε έλαβε γνώση του περιεχόμενου της εν λόγω επιστολής. Άλλωστε και ο μάρτυρας της εναγόμενης, ‘’ ……..’’ στην ένορκη κατάθεσή του  στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, διαβεβαίωσε ότι η συγκεκριμένη επιστολή παραδόθηκε προς αποστολή στα ΕΛΤΑ , πλήν όμως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν εν τέλι αυτή παρελήφθη ιδιοχείρως από τον ενάγοντα, ενώ δεν προσκομίστηκε από την πλευρά της εναγόμενης οποιοδήποτε έγγραφο, από το οποίο να βεβαιώνεται η εν λόγω παραλαβή. Επομένως, δεν ικανοποιήθηκε εν προκειμένω η αίτηση το υ νόμου για την περιέλευση της δήλωσης περί  καταγγελίας στο χώρο εξουσιάσεως του ασφαλισμένου αφού δεν αποδεικνύεται ότι ο έναγων έλαβε πράγματι την συστημένη επιστολή από την εναγομένη. Με βάση τα ανωτέρω, εντεθέντα, η ως άνω δήλωση της εναγομένης περί καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης δεν απέκτησε νομική ενέργεια και ακολούθως δεν επήλθε η λύση της ένδικης σύμβασης ασφάλισης. Σημειώνεται δε ότι η προ βληθείσα με τις προτάσεις ένσταση της εναγόμενης περί περιορισμού της ευθύνης της για την αξία εξαγορά του ένδικου ασφαλιστηρίου κατά τη συμπλήρωση της 32 έτους διάρκειας του, μέχρι το ποσό των 47. 668, 11 ευρώ, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς εκ φεύγει του αντικειμένου της παρούσας διαγνωστικής δίκης, το οποίο εξαντλείται στην αναγνώριση ή μη της ισχύος της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης και δεν επεκτείνεται στην ερμηνεία του περιεχομένου της. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει κατά το μέρος,  που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια  βάση της, και να αναγνωριστεί ότι ουδέποτε έλαβε χώρα καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ των ενάγοντος και της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία συνήφθη δυνάμει του υπ’ αρ. 213054 εγγράφου ασφαλιστηρίου συμβολαίου την 31-12-1989, ενώ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν  εν μέρει σε βάρος της εναγομένης  εξαιτίας της μερικής ήττας της (άρθρα 106, 178 παρ. 1 , 189 παρ. 1 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία  των διαδίκων

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο 

Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ουδέποτε έλαβε χώρα  καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ των ενάγοντος και της εναγόμενης ασφαλιστικής  εταιρίας, η οποία συνήφθη δυνάμει του υπ’ αρ. 213054 εγγράφου ασφαλιστηρίου συμβολαίου την 31-12-1989.

Καταδικάζει την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίστηκε κ.λ.π…….

17 χρόνια νομικης εμπειριας

Οι υπηρεσίες μας

Η ανάληψη των υποθέσεων από το γραφείο μου γίνεται κατόπιν προγραμματισμένου ραντεβού, όπου αφού ληφθεί το ιστορικό της προσωπικής σας υπόθεσης και γίνει ενδελεχής μελέτη του φακέλου σας, λαμβάνετε λεπτομερή ενημέρωση για τον τρόπο περαίωσης αυτής, το κόστος της διαδικασίας και τον προβλεπόμενο χρόνο περαίωσης της εντολής.

Ποιοι ειμαστε

Ποιοί είμαστε

Κωνσταντίνα Δ. Ζαρκαδουλα

Κωνσταντίνα Δ. Ζαρκαδουλα

Δικηγόρος Παρ΄Αρείω Πάγω, Διαμεσολαβήτρια

Κωνσταντίνα Δ. Ζαρκαδουλα

Κωνσταντίνα Δ. Ζαρκαδουλα

Δικηγόρος Παρ΄Αρείω Πάγω, Διαμεσολαβήτρια

Ονομάζομαι Κωνσταντίνα Ζαρκαδούλα, γεννήθηκα στην Αθήνα, την 6/4/1978 και κατάγομαι από την Καρδίτσα. Είμαι απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Το έτος 2005 απέκτησα τη δικηγορική μου ιδιότητα και ενεγράφην ως μέλος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Ασκώ μάχιμη δικηγορία από το έτος 2006, οπότε και άνοιξα το δικό μου δικηγορικό γραφείο στο Μοσχάτο Αττικής, που λειτουργεί σήμερα επί της οδού Καραολή και Δημητρίου 79. Το έτος 2011 προήχθην σε δικηγόρος Παρ’ Εφέταις και το έτος 2017 προήχθην σε δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω. Παράλληλα, το έτος 2013 απέκτησα την πιστοποίηση της Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας από το Κέντρο Διαμεσολάβησης Πειραιά. - Είμαι Ιδρυτικό μέλος του Σωματείου Αυτοαπασχολούμενων Δικηγόρων Ελλάδος. - Ομιλώ αγγλικά και γαλλικά και είμαι πτυχιούχος Αρμονίας του Ωδείου Αρίωνα Καρδίτσας. - Είμαι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.

Όλγα Αστερή

Όλγα Αστερή

Συμβολαιογράφος

Όλγα Αστερή

Όλγα Αστερή

Συμβολαιογράφος

Ονομάζομαι Όλγα Αστερή και είμαι συμβολαιογράφος με έδρα την Αθήνα (Φειδίου 14-16, 3ος όροφος) και μέλος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών από το 2014 διορισθείσα κατόπιν εξετάσεων, . Είμαι γεννημένη στο Αίγιο Αχαΐας και σήμερα κατοικώ στην Καλλιθέα Αττικής. Αποφοίτησα από το Τμήμα της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης το 2003. Την περίοδο από την αποφοίτησή μου μέχρι το διορισμό μου ως συμβολαιογράφος, ασχολήθηκα εκτενώς ως δικηγόρος με υποθέσεις ακινήτων. Αναλαμβάνω οποιαδήποτε υπόθεση συμβολαιογραφικού ενδιαφέροντος με σεβασμό στο ρόλο του συμβολαιογράφου ως δημόσιου λειτουργού.